- πολύπειρος
- -η, -ο / πολύπειρος, -ον ΝΜΑ1. αυτός που έχει αποκτήσει πολλή πείρα, που έχει πολλές εμπειρίες («πολυταξιδεμένος και πολύπειρος»)2. αυτός που έχει βαθιά γνώση λόγω τής εμπειρίας του («πολύπειρος γιατρός»)αρχ.συνετός, φρόνιμος, («δεῖ δὴ νυνί σε γενέσθαι δυνήν... ἀγαυήν, πολύπειρον», Αριστοφ.).επίρρ...πολυπείρως Αμε πολλή πείρα, με πολλή γνώση, με πολλή σύνεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -πειρος (< πείρα), πρβλ. ά-πειρος, έμ-πειρος].
Dictionary of Greek. 2013.